- ιαματικότητα
- ηη θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιαματικότητα — η θεραπευτική δύναμη, θεραπευτική ιδιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)